- αλιπηγή
- η соляной лечебный источник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιπηγή — η (Υδρολ.) κατηγορία χλωριονατριούχων ιαματικών πηγών στις οποίες τα στερεά συστατικά ξεπερνούν το 1, 5 γραμμάριο ανά χιλιόγραμμο ύδατος και τα κύρια ιόντα τους είναι Na + και Cl . [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αλι * (< ἃλς, ἁλὸς) +… … Dictionary of Greek
αλιπηγή — η πηγή μεταλλικού νερού με πολλά άλατα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek
Αίγινα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Μια από τις 12 κόρες του Ασωπού, μητέρα του Αιακού, πρώτου βασιλιά του νησιού Αίγινα. Άποψη της Παλαιοχώρας στην Αίγινα, μιας περιοχής με εκκλησίες και μοναστήρια, τα περισσότερα κατάλοιπα της εποχής των πειρατικών επιδρομών … Dictionary of Greek
Νίσυρος — Νησί (41,40 τ. χλμ., 948 κάτ.)του νομού Δωδεκανήσου. Βρίσκεται στα Ν της Κω και σε ίση απόσταση από αυτήν, την Τήλο και τις μικρασιατικές ακτές. Είναι μικρό νησί, με σχήμα στρογγυλό και με ελάχιστα διαμελισμένες παραλίες. Στο νησί υπάρχει παλιό… … Dictionary of Greek